- ιεροτελεστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στην ιεροτελεστία ή έχει τα χαρακτηριστικά της: Ιεροτελεστικές κινήσεις. – Ιεροτελεστικός τρόπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.